ἑτοιμάζει

ἑτοιμάζει
ἑτοιμάζω
get ready
pres ind mp 2nd sg
ἑτοιμάζω
get ready
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ετοιμαστικός — ἑτοιμαστικός, ή, όν (Α) [ετοιμαστής] αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει («ἑτοιμαστικὴ φωνή» η φωνή που ετοιμάζει την ακοή τών ανθρώπων, Επιφάν.) …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • Gianna Terzi — Infobox musical artist Name = Gianna Terzi Γιάννα Τερζή Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Alias = Born = Greece Died = Origin = Greece Instrument = Genre = Modern laika, pop, dance Occupation = Years active = 2005… …   Wikipedia

  • OPA! — Single by Giorgos Alkaios Released 26 February 2010 (2010 02 26) (see …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • γεωδαισία — Η επιστήμη που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και τη μέτρηση των διαστάσεων της Γης. Η γ. έχει αναπτυχθεί βασικά σε δύο κλάδους: έναν θεωρητικό, που εξετάζει τη μορφή της Γης στο σύνολό της σε συνάρτηση με τους εσωτερικούς και τους… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοβύζαστος — η, ο (για το γάλα) γλυκό, μητρικό γάλα («...ο κόρφος καθεμιάς γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας και ελευθερίας», Δ. Σολ.) …   Dictionary of Greek

  • ετοιμαστής — ἑτοιμαστής, ὁ (Α) [ετοιμάζω] αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει κάτι («ὢν γὰρ ἑτοιμαστὴς καὶ παρασκευαστὴς ὁ θεὸς ἀγαθῶν», Ιωάνν. Χρυσ.) …   Dictionary of Greek

  • εφορκιστής — ἐφορκιστής, ό (Μ) 1. εξορκιστής 2. ο ιερέας που ετοιμάζει τον κατηχούμενο για το βάπτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρκ ιστής (< ὁρκίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”